Α. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ Κεφαλάς, γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν Έλληνας αυτοδίδακτος λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και αγιογράφος. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.
Χαρακτηριστικά ζωγραφικής
Η ζωγραφική του δεν έχει την κλασική προοπτική, δεν έχει βάθος. Το έργο του είναι επίπεδο. Παρατηρώντας τις μορφές των ανθρώπων του, βλέπουμε πως έχουν δυσανάλογο μεγάλο κεφάλι που όσο προχωρεί προς το σώμα, τα χέρια μικραίνουν και καταλήγει στα πόδια που μικραίνουν ακόμα περισσότερο. Τα γυναικεία πρόσωπα σχεδόν ίδια. Αντιγράφουν τα βυζαντινά πρότυπα. Το φόντο έντονα χρωματισμένο και διακοσμημένο με δέντρα, λουλούδια κτλ. Επίσης, για να ξεχωρίσουν όλα μεταξύ τους, χρησιμοποιούσε περιγράμματα, μια μαύρη γραμμή.
Τί μας θύμισε; Το ελληνικό θέατρο σκιών, τον αγαπημένο μας Καραγκιόζη αλλά και βυζαντινές εικόνες!!
Σε κάθε έργο του σχεδόν, έγραφε κάτι πάνω του. Ήταν ανορθόγραφο και ασύντακτο μα τον εξυπηρετούσε για να σχολιάσει ή να επεξηγήσει το θέμα του.
Χαρακτηριστικά ζωγραφικής
Η ζωγραφική του δεν έχει την κλασική προοπτική, δεν έχει βάθος. Το έργο του είναι επίπεδο. Παρατηρώντας τις μορφές των ανθρώπων του, βλέπουμε πως έχουν δυσανάλογο μεγάλο κεφάλι που όσο προχωρεί προς το σώμα, τα χέρια μικραίνουν και καταλήγει στα πόδια που μικραίνουν ακόμα περισσότερο. Τα γυναικεία πρόσωπα σχεδόν ίδια. Αντιγράφουν τα βυζαντινά πρότυπα. Το φόντο έντονα χρωματισμένο και διακοσμημένο με δέντρα, λουλούδια κτλ. Επίσης, για να ξεχωρίσουν όλα μεταξύ τους, χρησιμοποιούσε περιγράμματα, μια μαύρη γραμμή.
Τί μας θύμισε; Το ελληνικό θέατρο σκιών, τον αγαπημένο μας Καραγκιόζη αλλά και βυζαντινές εικόνες!!
Σε κάθε έργο του σχεδόν, έγραφε κάτι πάνω του. Ήταν ανορθόγραφο και ασύντακτο μα τον εξυπηρετούσε για να σχολιάσει ή να επεξηγήσει το θέμα του.
Ο Στρατηγός της Πελοποννήσου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εις τον κάμπον της Λέρνης λίμνης συναθροίζει τους Νικητάς του Δράμαλη.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Eνώ η Επανάσταση που είχε ξεσπάσει το 1821 διάνυε τον δεύτερο χρόνο της, όλα κινδύνεψαν να ανατραπούν όταν εκτράτευσε εναντίον της Πελοποννήσου ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης.
Ο Υψηλάντης με 700 άντρες μπήκε στο φρούριο του Άργους, για ν΄ αναγκάσει τον Δράμαλη να σταματήσει και να δώσει καιρό στον Κολοκοτρώνη να μαζέψει στρατό. Ο Δράμαλης σταμάτησε μπροστά στο φρούριο κι έκαμε επιθέσεις, αλλά δεν κατόρθωσε να το πάρει. Ο Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε στρατό κι έπιασε τους Μύλους της Λέρνης, που βρίσκονται στον δρόμο από το Άργος προς την Τριπολιτσά. Ο Υψηλάντης, αφού εκπλήρωσε τον σκοπό του, εγκατέλειψε νύχτα το φρούριο κι ενώθηκε με τον Κολοκοτρώνη. Αυτός εφάρμοσε την τακτική της καμένης γης. Έστειλε τους άνδρες του κι έκαιγαν τα σπαρτά και τις καλλιέργειες κι έτσι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να έχουν προμήθειες για τους ίδιους και τα ζώα τους.
Η θέση του Δράμαλης τώρα ήταν πολύ δύσκολη. Ο στρατός του άρχισε να υποφέρει από πείνα κι επιδημίες και τα ζώα του δεν είχαν τροφές. Έπρεπε ή να προχωρήσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου ή να υποχωρήσει προς την Κόρινθο. Το πρώτο όμως ήταν αδύνατο, γιατί στους Μύλους βρίσκονταν μ΄ αρκετό στρατό ο Κολοκοτρώνης κι ο Υψηλάντης. Δεν του έμενε επομένως άλλη λύση, παρά να γυρίσει στην Κόρινθο, χωρίς όμως να τον πάρουν είδηση οι Έλληνες και να του κόψουν τον δρόμο. Και για να τους εξαπατήσει, έστειλε τον γραμματέα του, που ήταν χριστιανός, κι είπε στους Έλληνες, εμπιστευτικά τάχα, πως ο Δράμαλης σκόπευε να προχωρήσει προς την Τρίπολη.
Οι Έλληνες οπλαρχηγοί τον πίστεψαν. Μόνο ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε τους πραγματικούς σκοπούς του Δράμαλη. Γι΄ αυτό πρότεινε να τρέξουν να πιάσουν τα στενά των Δερβενακίων, απ΄ όπου θα περνούσε ο στρατός του Δράμαλη επιστρέφοντας στην Κόρινθο. Δεν μπόρεσε όμως να τους πείσει. Τον ακολούθησαν μόνον ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας κι ο Νικηταράς και με 2500 άντρες έπιασαν τα Δερβενάκια, χωρίς να πάρουν είδηση οι Τούρκοι.
Στις 26 Ιουλίου 1822 πρωί πρωί έφτασε στα στενά των Δερβενακίων η εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη. Ο Κολοκοτρώνης με τα παλικάρια του χτύπησε αλύπητα τους Τούρκους, που ξαφνιασμένοι διασκορπίστηκαν στα υψώματα του Αγίου Σώστη και στις γειτονικές χαράδρες. Αλλά κι εκεί τους περίμενε η καταστροφή. Γιατί οι Έλληνες είχαν πιάσει τα υψώματα και τους υποδέχτηκαν με πυκνούς πυροβολισμούς. Περισσότεροι από 4000 ήταν οι νεκροί του εχθρού κι άπειρα λάφυρα έπεσαν στα χέρια των νικητών.
Μετά δύο μέρες ξεκίνησε κι ο Δράμαλης με το κύριο σώμα του στρατού του και προχώρησε για την Κόρινθο από άλλον δρόμο, που περνούσε από το χωριό Αγινόρι. Αλλά κι εκεί τους περίμενε η ίδια τύχη, η ίδια καταστροφή.
Ο Δράμαλης με τα απομεινάρια της στρατιάς του έφτασε στην Κόρινθο σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Εκεί αποκλεισμένος και χωρίς να μπορέσει να πάρει βοήθεια πέθανε από τις κακουχίες και τη λύπη του.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Eνώ η Επανάσταση που είχε ξεσπάσει το 1821 διάνυε τον δεύτερο χρόνο της, όλα κινδύνεψαν να ανατραπούν όταν εκτράτευσε εναντίον της Πελοποννήσου ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης.
Ο Υψηλάντης με 700 άντρες μπήκε στο φρούριο του Άργους, για ν΄ αναγκάσει τον Δράμαλη να σταματήσει και να δώσει καιρό στον Κολοκοτρώνη να μαζέψει στρατό. Ο Δράμαλης σταμάτησε μπροστά στο φρούριο κι έκαμε επιθέσεις, αλλά δεν κατόρθωσε να το πάρει. Ο Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε στρατό κι έπιασε τους Μύλους της Λέρνης, που βρίσκονται στον δρόμο από το Άργος προς την Τριπολιτσά. Ο Υψηλάντης, αφού εκπλήρωσε τον σκοπό του, εγκατέλειψε νύχτα το φρούριο κι ενώθηκε με τον Κολοκοτρώνη. Αυτός εφάρμοσε την τακτική της καμένης γης. Έστειλε τους άνδρες του κι έκαιγαν τα σπαρτά και τις καλλιέργειες κι έτσι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να έχουν προμήθειες για τους ίδιους και τα ζώα τους.
Η θέση του Δράμαλης τώρα ήταν πολύ δύσκολη. Ο στρατός του άρχισε να υποφέρει από πείνα κι επιδημίες και τα ζώα του δεν είχαν τροφές. Έπρεπε ή να προχωρήσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου ή να υποχωρήσει προς την Κόρινθο. Το πρώτο όμως ήταν αδύνατο, γιατί στους Μύλους βρίσκονταν μ΄ αρκετό στρατό ο Κολοκοτρώνης κι ο Υψηλάντης. Δεν του έμενε επομένως άλλη λύση, παρά να γυρίσει στην Κόρινθο, χωρίς όμως να τον πάρουν είδηση οι Έλληνες και να του κόψουν τον δρόμο. Και για να τους εξαπατήσει, έστειλε τον γραμματέα του, που ήταν χριστιανός, κι είπε στους Έλληνες, εμπιστευτικά τάχα, πως ο Δράμαλης σκόπευε να προχωρήσει προς την Τρίπολη.
Οι Έλληνες οπλαρχηγοί τον πίστεψαν. Μόνο ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε τους πραγματικούς σκοπούς του Δράμαλη. Γι΄ αυτό πρότεινε να τρέξουν να πιάσουν τα στενά των Δερβενακίων, απ΄ όπου θα περνούσε ο στρατός του Δράμαλη επιστρέφοντας στην Κόρινθο. Δεν μπόρεσε όμως να τους πείσει. Τον ακολούθησαν μόνον ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας κι ο Νικηταράς και με 2500 άντρες έπιασαν τα Δερβενάκια, χωρίς να πάρουν είδηση οι Τούρκοι.
Στις 26 Ιουλίου 1822 πρωί πρωί έφτασε στα στενά των Δερβενακίων η εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη. Ο Κολοκοτρώνης με τα παλικάρια του χτύπησε αλύπητα τους Τούρκους, που ξαφνιασμένοι διασκορπίστηκαν στα υψώματα του Αγίου Σώστη και στις γειτονικές χαράδρες. Αλλά κι εκεί τους περίμενε η καταστροφή. Γιατί οι Έλληνες είχαν πιάσει τα υψώματα και τους υποδέχτηκαν με πυκνούς πυροβολισμούς. Περισσότεροι από 4000 ήταν οι νεκροί του εχθρού κι άπειρα λάφυρα έπεσαν στα χέρια των νικητών.
Μετά δύο μέρες ξεκίνησε κι ο Δράμαλης με το κύριο σώμα του στρατού του και προχώρησε για την Κόρινθο από άλλον δρόμο, που περνούσε από το χωριό Αγινόρι. Αλλά κι εκεί τους περίμενε η ίδια τύχη, η ίδια καταστροφή.
Ο Δράμαλης με τα απομεινάρια της στρατιάς του έφτασε στην Κόρινθο σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Εκεί αποκλεισμένος και χωρίς να μπορέσει να πάρει βοήθεια πέθανε από τις κακουχίες και τη λύπη του.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης καταδιώκων τον Ρεσίτ πασά ή Κιούταχη εν ξιφήρεις το 1826. Φυσικές χρωστικές σε χαρτόνι. 71 cm x 101 cm. Χωρίς χρονολογία. Σε ιδιωτική συλλογή.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Στις 4 Μαρτίου 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αποκρούει επίθεση του Οθωμανού πολέμαρχου Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά (γνωστού ως Κιουταχή) στο Κερατσίνι, περιοχή βόρεια του Πειραιά, και του προξενεί βαρύτατες απώλειες. Η Μάχη του Κερατσινίου ανέδειξε για μία ακόμα φορά τα ηγετικά προσόντα του «γιου της καλογριάς», που τον επόμενο μήνα θα σκοτωνόταν εντελώς άδοξα στο Φάληρο προς ζημία της Επανάστασης.
Από την Ελευσίνα, όπου βρισκόταν, θεώρησε αναγκαίο να καταλάβει την περιοχή του Κερατσινίου για να διασφαλίσει αφ’ενός τα νώτα του από τη θάλασσα και αφ’ ετέρου ν’ ανοίξει δρόμο προς την Ακρόπολη διαμέσου του Δαφνίου και του Ελαιώνα για να ανακουφίσει τους πολιορκημένους. Πίστευε ότι η διαδρομή αυτή θα του εξασφάλιζε την προστασία του στρατού του από το εχθρικό ιππικό, ενώ έχοντας ως ορμητήριο το παραθαλάσσιο Κερατσίνι θα μπορούσε να εφοδιάζονται ευκολότερα οι δυνάμεις του από τα πλοία.
Οι απώλειες των Τούρκων ήταν σημαντικές για τη δύναμη που παρέταξαν. Οι νεκροί ανήλθαν σε 300 και οι τραυματίες σε 500 άνδρες. Οι Έλληνες έχασαν 3 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν περί τους 25. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του ότι οι υπερασπιστές της Ακρόπολης, βλέποντας από μακριά την εξέλιξη της μάχης, βγήκαν και χτυπήθηκαν με τους πολιορκητές. Η πληροφορία αυτή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, φαίνεται υπερβολική, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήταν δυνατό να έχουν ακριβή αντίληψη της μάχης στο Κερατσίνι.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Στις 4 Μαρτίου 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αποκρούει επίθεση του Οθωμανού πολέμαρχου Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά (γνωστού ως Κιουταχή) στο Κερατσίνι, περιοχή βόρεια του Πειραιά, και του προξενεί βαρύτατες απώλειες. Η Μάχη του Κερατσινίου ανέδειξε για μία ακόμα φορά τα ηγετικά προσόντα του «γιου της καλογριάς», που τον επόμενο μήνα θα σκοτωνόταν εντελώς άδοξα στο Φάληρο προς ζημία της Επανάστασης.
Από την Ελευσίνα, όπου βρισκόταν, θεώρησε αναγκαίο να καταλάβει την περιοχή του Κερατσινίου για να διασφαλίσει αφ’ενός τα νώτα του από τη θάλασσα και αφ’ ετέρου ν’ ανοίξει δρόμο προς την Ακρόπολη διαμέσου του Δαφνίου και του Ελαιώνα για να ανακουφίσει τους πολιορκημένους. Πίστευε ότι η διαδρομή αυτή θα του εξασφάλιζε την προστασία του στρατού του από το εχθρικό ιππικό, ενώ έχοντας ως ορμητήριο το παραθαλάσσιο Κερατσίνι θα μπορούσε να εφοδιάζονται ευκολότερα οι δυνάμεις του από τα πλοία.
Οι απώλειες των Τούρκων ήταν σημαντικές για τη δύναμη που παρέταξαν. Οι νεκροί ανήλθαν σε 300 και οι τραυματίες σε 500 άνδρες. Οι Έλληνες έχασαν 3 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν περί τους 25. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του ότι οι υπερασπιστές της Ακρόπολης, βλέποντας από μακριά την εξέλιξη της μάχης, βγήκαν και χτυπήθηκαν με τους πολιορκητές. Η πληροφορία αυτή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, φαίνεται υπερβολική, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήταν δυνατό να έχουν ακριβή αντίληψη της μάχης στο Κερατσίνι.
Ο Ήρως Αθανάσιος Διάκος το 1821
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αθανάσιος Διάκος ή Αθανάσιος Γραμματικός (Μασαβέτας) γεννήθηκε το 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα της Φωκίδας
Ο Αθανάσιος Διάκος έμεινε στην ιστορία ως θρύλος, τόσο για την αγωνιστικότητα και το θάρρος του αλλά και για τον αργό και φρικιαστικό θάνατο που υπέστη. Τον σούβλισαν οι Τούρκοι ζωντανό.
Ο Αθανάσιος Διάκος έγινε αρματολός στον στρατό του Αλή Πασά το 1814 – 1816. Εκεί γνώρισε και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Η ηρωική μάχη στην γέφυρα της Αλαμάνας
Η πεζική και ιππική δύναμη του Ομέρ Βρυώνη ήταν τεράστια οι ομάδες των Δυοβουνιώτη και Ξηρού, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο ίδιος ο Ξηρός τραυματίστηκε. Ο Αθανάσιος Διάκος έτρεξε στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας για βοήθεια. Η μάχη ήταν άνιση οι άνδρες που του απέμειναν ήταν πια 50 ή 10 και προσπάθησαν να τον πείσουν να υποχωρήσουν. Ο Διάκος όμως αρνήθηκε, ώσπου τραυματίστηκε και συνελήφθη από Αλβανούς. Το γιαταγάνι του είχε σπάσει και ο ίδιος είχε πληγωθεί στον ώμο.
Όταν τον μετέφεραν ενώπιόν του Ομέρ Βρυώνη, εντυπωσιάστηκε τόσο ο Πασάς που του πρότεινε να τον προσλάβει στον Τουρκικό στρατό. Ο Αθανάσιος Διάκος απάντησε: «Ούτε σε δουλεύω πασά, ούτε σε ωφελώ κι αν σε δουλέψω». Τότε ο Πασάς του πρότεινε να του χαρίσει την ζωή αν αλλαξοπιστούσε. Σε δριμύ τόνο ο Διάκος τότε είπε το περιβόητο: «Πάτε κι εσείς στην πίστη σας μουρτάτες, να χαθείτε. Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θελ’ να αποθάνω!»
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αθανάσιος Διάκος ή Αθανάσιος Γραμματικός (Μασαβέτας) γεννήθηκε το 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα της Φωκίδας
Ο Αθανάσιος Διάκος έμεινε στην ιστορία ως θρύλος, τόσο για την αγωνιστικότητα και το θάρρος του αλλά και για τον αργό και φρικιαστικό θάνατο που υπέστη. Τον σούβλισαν οι Τούρκοι ζωντανό.
Ο Αθανάσιος Διάκος έγινε αρματολός στον στρατό του Αλή Πασά το 1814 – 1816. Εκεί γνώρισε και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Η ηρωική μάχη στην γέφυρα της Αλαμάνας
Η πεζική και ιππική δύναμη του Ομέρ Βρυώνη ήταν τεράστια οι ομάδες των Δυοβουνιώτη και Ξηρού, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο ίδιος ο Ξηρός τραυματίστηκε. Ο Αθανάσιος Διάκος έτρεξε στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας για βοήθεια. Η μάχη ήταν άνιση οι άνδρες που του απέμειναν ήταν πια 50 ή 10 και προσπάθησαν να τον πείσουν να υποχωρήσουν. Ο Διάκος όμως αρνήθηκε, ώσπου τραυματίστηκε και συνελήφθη από Αλβανούς. Το γιαταγάνι του είχε σπάσει και ο ίδιος είχε πληγωθεί στον ώμο.
Όταν τον μετέφεραν ενώπιόν του Ομέρ Βρυώνη, εντυπωσιάστηκε τόσο ο Πασάς που του πρότεινε να τον προσλάβει στον Τουρκικό στρατό. Ο Αθανάσιος Διάκος απάντησε: «Ούτε σε δουλεύω πασά, ούτε σε ωφελώ κι αν σε δουλέψω». Τότε ο Πασάς του πρότεινε να του χαρίσει την ζωή αν αλλαξοπιστούσε. Σε δριμύ τόνο ο Διάκος τότε είπε το περιβόητο: «Πάτε κι εσείς στην πίστη σας μουρτάτες, να χαθείτε. Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θελ’ να αποθάνω!»
“Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη το 1823”, καζεΐνη σε καμβά
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790 στο Σούλι και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου Γιώτη. Η οικογένεια Μπότσαρη καταγόταν από τη Δράγανη της Παραμυθιάς. Τα παιδικά του χρόνια, τα πέρασε στο Σούλι. Πιθανότατα, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα, από τον ιερομόναχο Σαμουήλ, γνωστό από την ανατίναξή του στο Κούγκι. Γνωστός Σουλιώτης αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, σκοτώθηκε στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου στην ομώνυμη μάχη.
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790 στο Σούλι και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου Γιώτη. Η οικογένεια Μπότσαρη καταγόταν από τη Δράγανη της Παραμυθιάς. Τα παιδικά του χρόνια, τα πέρασε στο Σούλι. Πιθανότατα, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα, από τον ιερομόναχο Σαμουήλ, γνωστό από την ανατίναξή του στο Κούγκι. Γνωστός Σουλιώτης αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, σκοτώθηκε στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου στην ομώνυμη μάχη.