ΒΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Αθανάσιος Διάκος
Γεννήθηκε το 1788, στην Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας. Το πραγματικό του όνομα είναι Αθανάσιος Γραμματικός. Από τα 12 έως τα 17 του χρόνια, ήταν δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι του Άγιου Ιωάννη Προδρόμου. Εγκατέλειψε την καλογερική όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά.
Γίνεται πρωτοπαλίκαρο των κλεφτών και πρωτοστατεί στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα τον Μάρτιο του 1821. Στην μάχη της Αλαμάνας, στην οποία πολέμησε με γενναιότητα και θανατώθηκε παραδειγματικά με ανασκολοπισμό, του δώσανε τον χαρακτηρισμό « ο μάρτυρας της Επανάστασης του 1821».
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Το δημοτικό ποίημα «Του Διάκου» ανήκει στην απρόσωπη ποίηση, δηλαδή έχει δημιουργηθεί από τον λαό.
Είναι ένα ιστορικό δημοτικό τραγούδι. Σε αυτό περιγράφεται η μάχη στην Αλαμάνα, μια μάχη πολύ δύσκολη. Ο Διάκος και τα παλικάρια του περικυκλώθηκαν από τη στρατιά του Ομέρ Βρυώνη. Αγωνίστηκαν ηρωικά. Σκοτώθηκαν όμως σχεδόν όλοι και ο ίδιος σοβαρά τραυματισμένος συλλαμβάνεται ζωντανός και καταματωμένος από τους Τούρκους. Αιχμαλωτίζεται, βασανίζεται και έχει μαρτυρικό θάνατο στη Λαμία τον Απρίλιο του 1821.
Αυτό είναι το μεγαλείο του Αθανάσιου Διάκου. Αντιμετώπισε το μαρτύριο με αξιοπρέπεια και σθένος, αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και να υποταχθεί , αντιστάθηκε μέχρι θανάτου και δεν υπέκυψε στον φόβο του σωματικού πόνου. Επέλεξε τον φριχτό θάνατο από τη ζωή στη σκλαβιά.
Ο Αθανάσιος Διάκος με λίγους άνδρες πολεμούν εναντίον του πολυπληθή εχθρού, στο ξύλινο γεφύρι της Αλαμάνας που βρίσκεται κοντά στις Θερμοπύλες. Μάχεται με ηρωισμό, τραυματίζεται και συλλαμβάνεται.
Χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης που συναντάμε στο παραπάνω ποίημα
Χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης
Το δημοτικό ποίημα «Του Διάκου»:
α) Είναι γραμμένο σε μέτρο ιαμβικό, δηλαδή μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή (- -΄) και σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (το πρώτο είναι οκτασύλλαβο, το δεύτερο επτασύλλαβο ).
Π.χ: Ο στίχος Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω
β) Δεν έχει ομοιοκαταληξία.
γ) Ο κάθε στίχος εκφράζει κανονικά ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα, δηλαδή ο κάθε στίχος χαρακτηρίζεται και από συντακτική αυτοτέλεια και από νοηματική πληρότητα. Αυτή είναι η αρχή της ισομετρίας
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω. ( Ο Διάκος τονίζει ότι γεννήθηκε Γραικός και θα πεθάνει Γραικός. Δεν προτίθεται να πάει με το μέρος των Τούρκων.)
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη. (Ο Διάκος άκουσε δυσάρεστες ειδήσεις και του κακοφάνηκε.)
δ) Ο νόμος των τριών: Αναφέρονται τρία πράγματα-πρόσωπα- έννοιες από τα οποία συνήθως δίνεται έμφαση στο τρίτο.
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
(Δεν καταφτάνει ούτε ο Καλύβας ούτε ο Λεβεντογιάννης, αλλά ο Ομέρ Βρυώνης με δεκαοχτώ χιλιάδες στρατιώτες.)
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
(Ζητείται από τον Διάκο να γίνει Τούρκος. Για να συμβεί, όμως, αυτό πρέπει να κάνει τρία πράγματα: να αλλαξοπιστήσει, να προσκυνήσει στο τζαμί και να μην ξαναπάει στην εκκλησία.)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
( Τρία πουλάκια κάθονται στη Χαλκουμάτα. Το ένα κοιτάει τη Λειβαδιά και το άλλο το Ζητούνι. Η έμφαση δίνεται στο τρίτο πουλάκι που μοιρολογάει και προειδοποιεί τον Διάκο για την άφιξη του Ομέρ Βρυώνη).
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες»
(Για να φτάσουν στην Αλαμάνα πρέπει να κάνουν τρία πράγματα: να συνάξουν τον ταϊφά, να μαζέψουν τα παλικάρια και να τους δοθούν μπαρούτι και βόλια. Δίνεται έμφαση στα πολεμοφόδια που πρέπει να δοθούν στα παλικάρια του Διάκου, για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους.)
ε) Τα άστοχα ερωτήματα(προωθούν την εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης και κορυφώνουν την ποιητική ένταση). Στη συγκεκριμένη τεχνική διαπλέκονται 4 στίχοι:
στ.1 Αναφέρεται αόριστα ένα γεγονός που δημιουργεί τα ερωτήματα – απορίες που ακολουθούν
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
στ.2 Διατυπώνει την απορία με τη μορφή άστοχου ερωτήματος
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης
στ.3 Αίρεται, παύει να ισχύει το ερώτημα που διατυπώθηκε πριν
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
στ.4 Δίνεται τελικά η λύση στο ερώτημα-απορία
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες
στ) Σταθεροί εκφραστικοί τρόποι (μοτίβα). Στίχοι ή φράσεις που επαναλαμβάνονται σε πολλά δημοτικά τραγούδια
Τρία πουλάκια κάθουνταν
Το ‘να τηράει … και τ’ άλλο ….,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
θα σας σβήσουν την Τουρκιά
Παμψυχισμός (Τα άψυχα συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες οντότητες)
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει
Το πουλάκι μοιρολογάει όπως μοιρολογούν οι άνθρωποι όταν συμβαίνει κάτι δυσάρεστο στη ζωή τους.
Συμβατικό πρόσωπο: Το πουλί λειτουργεί ως μαντατοφόρος.
Το τρίτο πουλάκι ενημερώνει τον Διάκο ότι καταφτάνει ο Ομέρ Βρυώνης με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
θ) Σχήματα λόγου (υπερβολές, αντιθέσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, επαναλήψεις)
Παρομοίωση: -Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
(Ο πολυάριθμος στρατός του Ομέρ Βρυώνη παρομοιάζεται με τη μαύρη καλιακούδα.)
Προσωποποίηση: το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει
(Το πουλάκι αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες. Μοιρολογάει, γιατί μεταφέρει μια δυσάρεστη είδηση, την οποία ανακοινώνει στον Διάκο.)
Επαναλήψεις: «Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε» (Επαναλαμβάνεται η λέξη παιδιά για να τον προσέξουν και να εισακουστούν οι εντολές του.)
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε,
(Επαναλαμβάνεται το ρήμα σταθείτε για να κατανοήσουν τα παιδιά τι ακριβώς πρέπει να κάνουν, δηλαδή να συμπεριφερθούν γενναία σαν Έλληνες, σαν Γραικοί, όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι.)
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
(Επαναλαμβάνεται η αναφορά στο μαύρο χρώμα για να τονιστεί ότι καταφτάνει πολυάριθμος στρατός των Τούρκων.
Μεταφορές: Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
(Ο Χαλίλμπεης εξοργίστηκε και άρχισε να φωνάζει.),
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι
(Πρέπει να σκοτώσουν τον Διάκο, για να μην εξαφανίσει τους Τούρκους.)
Αντίθεση: Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια
Υπερβολή: Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
(Ο Διάκος πολεμούσε με δεκαοχτώ συμπολεμιστές του επί τρεις ώρες εναντίον δεκαοχτώ χιλιάδων εχθρών. Η υπερβολή αυτή δείχνει τη γενναιότητα και την ανδρεία του Διάκου και των συμπολεμιστών του.)
ι) Χρήση συμβολικών αριθμών, συνήθως το τρία και τα πολλαπλάσιά του ή το επτά
Τρία πουλάκια, δεκαοχτώ χιλιάδες, τρία γιουρούσιαν, τα τρία αράδα αράδα, δεκαοχτώ λεβέντες, Τρεις ώρες, δεκαοχτώ χιλιάδες, Ξήντα ταμπούρια, εφτά μπουλουκμπασήδες, εφτά μερών ζωή
(Παλιά οι άνθρωποι έδιναν μαγικές ιδιότητες στους αριθμούς. Οι αριθμοί τρία, τα πολλαπλάσιά του και το επτά θεωρούνταν μαγικοί αριθμοί.)
κ) Ο διάλογος είναι απαραίτητο στοιχείο του δημοτικού τραγουδιού που χαρίζει ζωντάνια.
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος του Ομέρ Βρυώνη με τον Διάκο. Σε αυτό τον διάλογο φαίνεται ξεκάθαρα η προσπάθεια του Ομέρ Βρυώνη να πάρει με το μέρος του τον Διάκο, ο οποίος αντιδρά με σθένος και τονίζει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αλλαξοπιστήσει και να πολεμήσει στο πλευρό των Τούρκων. Δε διστάζει μάλιστα να τους προσφέρει φλουριά για να τον κρατήσουν ζωντανό για εφτά μέρες μέχρι να φτάσουν οι συμπολεμιστές του.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας».
B) Η γλώσσα του ποιήματος
Η γλώσσα του δημοτικού ποιήματος «Του Διάκου» είναι η δημοτική, δηλαδή η γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Στο λεξιλόγιο κυριαρχεί το ουσιαστικό και το ρήμα. Η πληθωρική χρήση του ρήματος και του ουσιαστικού χαρίζουν κίνηση, ζωντάνια και παραστατικότητα στον λόγο.
Παραδείγματα:
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Επιπρόσθετα, σε αυτό το δημοτικό ποίημα υπάρχουν πολλές ιδιωματικές λέξεις.
Παραδείγματα:
χουμάει, μπουλουκμπασήδες, μουρτάτες, μαχμουτιέδες, ντοβλέτι, γιουρούσιαν, ταϊφά
Ο Αθανάσιος Διάκος
Γεννήθηκε το 1788, στην Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας. Το πραγματικό του όνομα είναι Αθανάσιος Γραμματικός. Από τα 12 έως τα 17 του χρόνια, ήταν δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι του Άγιου Ιωάννη Προδρόμου. Εγκατέλειψε την καλογερική όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά.
Γίνεται πρωτοπαλίκαρο των κλεφτών και πρωτοστατεί στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα τον Μάρτιο του 1821. Στην μάχη της Αλαμάνας, στην οποία πολέμησε με γενναιότητα και θανατώθηκε παραδειγματικά με ανασκολοπισμό, του δώσανε τον χαρακτηρισμό « ο μάρτυρας της Επανάστασης του 1821».
- Του Διάκου (22 Απριλίου 1821)
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Το δημοτικό ποίημα «Του Διάκου» ανήκει στην απρόσωπη ποίηση, δηλαδή έχει δημιουργηθεί από τον λαό.
Είναι ένα ιστορικό δημοτικό τραγούδι. Σε αυτό περιγράφεται η μάχη στην Αλαμάνα, μια μάχη πολύ δύσκολη. Ο Διάκος και τα παλικάρια του περικυκλώθηκαν από τη στρατιά του Ομέρ Βρυώνη. Αγωνίστηκαν ηρωικά. Σκοτώθηκαν όμως σχεδόν όλοι και ο ίδιος σοβαρά τραυματισμένος συλλαμβάνεται ζωντανός και καταματωμένος από τους Τούρκους. Αιχμαλωτίζεται, βασανίζεται και έχει μαρτυρικό θάνατο στη Λαμία τον Απρίλιο του 1821.
Αυτό είναι το μεγαλείο του Αθανάσιου Διάκου. Αντιμετώπισε το μαρτύριο με αξιοπρέπεια και σθένος, αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και να υποταχθεί , αντιστάθηκε μέχρι θανάτου και δεν υπέκυψε στον φόβο του σωματικού πόνου. Επέλεξε τον φριχτό θάνατο από τη ζωή στη σκλαβιά.
- Η μάχη της Αλαμάνας 22-23 Απριλίου 1821.
Ο Αθανάσιος Διάκος με λίγους άνδρες πολεμούν εναντίον του πολυπληθή εχθρού, στο ξύλινο γεφύρι της Αλαμάνας που βρίσκεται κοντά στις Θερμοπύλες. Μάχεται με ηρωισμό, τραυματίζεται και συλλαμβάνεται.
- Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου στη Λαμία ( Δολοφονία 24 Απριλίου 1821).
Χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης που συναντάμε στο παραπάνω ποίημα
Χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης
Το δημοτικό ποίημα «Του Διάκου»:
α) Είναι γραμμένο σε μέτρο ιαμβικό, δηλαδή μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή (- -΄) και σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (το πρώτο είναι οκτασύλλαβο, το δεύτερο επτασύλλαβο ).
Π.χ: Ο στίχος Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω
β) Δεν έχει ομοιοκαταληξία.
γ) Ο κάθε στίχος εκφράζει κανονικά ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα, δηλαδή ο κάθε στίχος χαρακτηρίζεται και από συντακτική αυτοτέλεια και από νοηματική πληρότητα. Αυτή είναι η αρχή της ισομετρίας
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω. ( Ο Διάκος τονίζει ότι γεννήθηκε Γραικός και θα πεθάνει Γραικός. Δεν προτίθεται να πάει με το μέρος των Τούρκων.)
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη. (Ο Διάκος άκουσε δυσάρεστες ειδήσεις και του κακοφάνηκε.)
δ) Ο νόμος των τριών: Αναφέρονται τρία πράγματα-πρόσωπα- έννοιες από τα οποία συνήθως δίνεται έμφαση στο τρίτο.
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
(Δεν καταφτάνει ούτε ο Καλύβας ούτε ο Λεβεντογιάννης, αλλά ο Ομέρ Βρυώνης με δεκαοχτώ χιλιάδες στρατιώτες.)
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
(Ζητείται από τον Διάκο να γίνει Τούρκος. Για να συμβεί, όμως, αυτό πρέπει να κάνει τρία πράγματα: να αλλαξοπιστήσει, να προσκυνήσει στο τζαμί και να μην ξαναπάει στην εκκλησία.)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
( Τρία πουλάκια κάθονται στη Χαλκουμάτα. Το ένα κοιτάει τη Λειβαδιά και το άλλο το Ζητούνι. Η έμφαση δίνεται στο τρίτο πουλάκι που μοιρολογάει και προειδοποιεί τον Διάκο για την άφιξη του Ομέρ Βρυώνη).
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες»
(Για να φτάσουν στην Αλαμάνα πρέπει να κάνουν τρία πράγματα: να συνάξουν τον ταϊφά, να μαζέψουν τα παλικάρια και να τους δοθούν μπαρούτι και βόλια. Δίνεται έμφαση στα πολεμοφόδια που πρέπει να δοθούν στα παλικάρια του Διάκου, για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους.)
ε) Τα άστοχα ερωτήματα(προωθούν την εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης και κορυφώνουν την ποιητική ένταση). Στη συγκεκριμένη τεχνική διαπλέκονται 4 στίχοι:
στ.1 Αναφέρεται αόριστα ένα γεγονός που δημιουργεί τα ερωτήματα – απορίες που ακολουθούν
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
στ.2 Διατυπώνει την απορία με τη μορφή άστοχου ερωτήματος
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης
στ.3 Αίρεται, παύει να ισχύει το ερώτημα που διατυπώθηκε πριν
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
στ.4 Δίνεται τελικά η λύση στο ερώτημα-απορία
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες
στ) Σταθεροί εκφραστικοί τρόποι (μοτίβα). Στίχοι ή φράσεις που επαναλαμβάνονται σε πολλά δημοτικά τραγούδια
Τρία πουλάκια κάθουνταν
Το ‘να τηράει … και τ’ άλλο ….,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
θα σας σβήσουν την Τουρκιά
Παμψυχισμός (Τα άψυχα συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες οντότητες)
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει
Το πουλάκι μοιρολογάει όπως μοιρολογούν οι άνθρωποι όταν συμβαίνει κάτι δυσάρεστο στη ζωή τους.
Συμβατικό πρόσωπο: Το πουλί λειτουργεί ως μαντατοφόρος.
Το τρίτο πουλάκι ενημερώνει τον Διάκο ότι καταφτάνει ο Ομέρ Βρυώνης με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
θ) Σχήματα λόγου (υπερβολές, αντιθέσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, επαναλήψεις)
Παρομοίωση: -Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
(Ο πολυάριθμος στρατός του Ομέρ Βρυώνη παρομοιάζεται με τη μαύρη καλιακούδα.)
Προσωποποίηση: το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει
(Το πουλάκι αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες. Μοιρολογάει, γιατί μεταφέρει μια δυσάρεστη είδηση, την οποία ανακοινώνει στον Διάκο.)
Επαναλήψεις: «Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε» (Επαναλαμβάνεται η λέξη παιδιά για να τον προσέξουν και να εισακουστούν οι εντολές του.)
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε,
(Επαναλαμβάνεται το ρήμα σταθείτε για να κατανοήσουν τα παιδιά τι ακριβώς πρέπει να κάνουν, δηλαδή να συμπεριφερθούν γενναία σαν Έλληνες, σαν Γραικοί, όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι.)
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
(Επαναλαμβάνεται η αναφορά στο μαύρο χρώμα για να τονιστεί ότι καταφτάνει πολυάριθμος στρατός των Τούρκων.
Μεταφορές: Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
(Ο Χαλίλμπεης εξοργίστηκε και άρχισε να φωνάζει.),
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι
(Πρέπει να σκοτώσουν τον Διάκο, για να μην εξαφανίσει τους Τούρκους.)
Αντίθεση: Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια
Υπερβολή: Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
(Ο Διάκος πολεμούσε με δεκαοχτώ συμπολεμιστές του επί τρεις ώρες εναντίον δεκαοχτώ χιλιάδων εχθρών. Η υπερβολή αυτή δείχνει τη γενναιότητα και την ανδρεία του Διάκου και των συμπολεμιστών του.)
ι) Χρήση συμβολικών αριθμών, συνήθως το τρία και τα πολλαπλάσιά του ή το επτά
Τρία πουλάκια, δεκαοχτώ χιλιάδες, τρία γιουρούσιαν, τα τρία αράδα αράδα, δεκαοχτώ λεβέντες, Τρεις ώρες, δεκαοχτώ χιλιάδες, Ξήντα ταμπούρια, εφτά μπουλουκμπασήδες, εφτά μερών ζωή
(Παλιά οι άνθρωποι έδιναν μαγικές ιδιότητες στους αριθμούς. Οι αριθμοί τρία, τα πολλαπλάσιά του και το επτά θεωρούνταν μαγικοί αριθμοί.)
κ) Ο διάλογος είναι απαραίτητο στοιχείο του δημοτικού τραγουδιού που χαρίζει ζωντάνια.
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος του Ομέρ Βρυώνη με τον Διάκο. Σε αυτό τον διάλογο φαίνεται ξεκάθαρα η προσπάθεια του Ομέρ Βρυώνη να πάρει με το μέρος του τον Διάκο, ο οποίος αντιδρά με σθένος και τονίζει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αλλαξοπιστήσει και να πολεμήσει στο πλευρό των Τούρκων. Δε διστάζει μάλιστα να τους προσφέρει φλουριά για να τον κρατήσουν ζωντανό για εφτά μέρες μέχρι να φτάσουν οι συμπολεμιστές του.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας».
B) Η γλώσσα του ποιήματος
Η γλώσσα του δημοτικού ποιήματος «Του Διάκου» είναι η δημοτική, δηλαδή η γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Στο λεξιλόγιο κυριαρχεί το ουσιαστικό και το ρήμα. Η πληθωρική χρήση του ρήματος και του ουσιαστικού χαρίζουν κίνηση, ζωντάνια και παραστατικότητα στον λόγο.
Παραδείγματα:
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Επιπρόσθετα, σε αυτό το δημοτικό ποίημα υπάρχουν πολλές ιδιωματικές λέξεις.
Παραδείγματα:
χουμάει, μπουλουκμπασήδες, μουρτάτες, μαχμουτιέδες, ντοβλέτι, γιουρούσιαν, ταϊφά
Οι γυναίκες των Λαζαίων
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
Τι είν’ το κακό που πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι;
Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τοις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,
'ς τον Τούρναβο τοις πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ οπίσω οι συννυφάδες,
κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί 'ς το χέρι,
σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα νεραντζιά κομμένη.
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια.
«Ποιαις είν’ αυταίς οπόρχουνται 'ς την Πόρτα, 'ς το Σαράϊ;
-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηράτε;
Εμείς είμεστε κλέφτισαις, γυναίκες των Λαζαίων.»
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
"Γυναίκες, που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι;
-Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
-Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις, βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι.
-Άφες μ', αφέντη μ', άφες με, δυο λόγια να σου κρίνω,
να γράψω μια πικρή γραφή 'ς τον καπετάνιο Κώστα.
"Εσύ, Κώστα μ’, 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."
Ιστορικό πλαίσιο
Το δημοτικό ποίημα «Οι γυναίκες των Λαζαίων» ανήκει στα ιστορικά δημοτικά τραγούδια. Το ποίημα αναφέρεται στην εποχή του 1807 που γίνεται η μεγάλη επανάσταση του Ολύμπου, με επικεφαλής τους Λαζαίους, τους 4 αρματωλούς του βουνού, τους γιους του Λάζου, τους Λαζαίους ή τα Λαζόπουλα – όπως είναι γνωστοί ο Τόλιας, ο Χρήστος, ο Νίκος και ο Κώστας. Η επανάσταση κατεστάλη. Οι τρεις πρώτοι παρέμειναν στην Ραψάνη και ο Κώστας κρατήθηκε όμηρος του Αλή-πασά στα Ιωάννινα. Το 1812, όταν ανέλαβε το πασαλίκι της Θεσσαλίας ο γιος του Αλή, Βελή-πασάς, κυνήγησε και σκότωσε τους Λαζαίους στην Ραψάνη και απήγαγε τις οικογένειές τους. Άρπαξε, τέλος, για το χαρέμι του την ομορφότερη, την γυναίκα του Κώστα. Κι ο Κώστας, αργότερα, σκοτώθηκε από τον Αλή-πασά. Λίγες είναι οι αναφορές των ιστορικών βιβλίων για τα γεγονότα αυτά. Μόνο οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού «Των Λαζαίων οι γυναίκες» μας περιγράφουν γλαφυρά αυτά τα γεγονότα.
Α. Χαρακτηριστικά δημοτικής ποίησης
Το δημοτικό ποίημα «Οι γυναίκες των Λαζαίων»:
α) Είναι γραμμένο σε μέτρο ιαμβικό, δηλαδή μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή (- -΄) και σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (το πρώτο είναι οκτασύλλαβο, το δεύτερο επτασύλλαβο ).
Π.χ: Ο στίχος Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
β) Δεν έχει ομοιοκαταληξία.
γ) Ο νόμος των τριών: Αναφέρονται τρία πράγματα-πρόσωπα- έννοιες από τα οποία συνήθως δίνεται έμφαση στο τρίτο.
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
( Τρία πουλάκια κάθονται στην πλαγιά του Ολύμπου. Το ένα κοιτάει τα Ιωάννινα και το άλλο την Κατερίνη. Η έμφαση δίνεται στο τρίτο πουλάκι το καλύτερο που μοιρολογάει και αναφέρει τις συμφορές των Λαζαίων)
-Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις, βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι.
(Ο Βελή πασάς διατάζει τρία πράγματα τα οποία κλιμακώνονται. Αρχικά ζητά να συλληφθούν οι γυναίκες των Λαζαίων, να φυλακιστούν στα μπουντρούμια και την ομορφότερη, τη γυναίκα του Κώστα, να την πάνε σε τούρκικο χαρέμι.)
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
(Ο Βελή πασάς αγναντεύει, στέκεται και ρωτάει.)
δ) Πολύ συχνά το δεύτερο ημιστίχιο αποτελεί επανάληψη και νοηματική αναδίπλωση του πρώτου:
-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηράτε;
ε) Ο κάθε στίχος εκφράζει κανονικά ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα, δηλαδή ο κάθε στίχος χαρακτηρίζεται και από συντακτική αυτοτέλεια και από νοηματική πληρότητα. Αυτή είναι η αρχή της ισομετρίας.
Π.χ: Εμείς είμεστε κλέφτισαις, γυναίκες των Λαζαίων.
(Οι γυναίκες των Λαζαίων τονίζουν ότι είναι γυναίκες κλεφτών κι επομένως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα.)
Γυναίκες, που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι;
(Ο Βελή πασάς τις ρωτάει πού βρίσκονται οι άντρες τους.)
"Εσύ, Κώστα μ’, 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."
(Ο Κώστας είναι ψηλά στον Όλυμπο και η γυναίκα του θα καταλήξει σε τούρκικο χαρέμι.)
στ) Παμψυχισμός: (Τα άψυχα συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες οντότητες)
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει
Το πουλάκι μοιρολογάει όπως μοιρολογούν οι άνθρωποι όταν συμβαίνει κάτι δυσάρεστο στη ζωή τους.
ζ) Σχήματα λόγου (παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, επαναλήψεις)
Παρομοίωση: σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα νεραντζιά κομμένη
(Η Κώσταινα παρομοιάζεται με μήλο και τριαντάφυλλο επειδή είναι όμορφη και γλυκιά. Επίσης παρομοιάζεται με νεραντζιά κομμένη, γιατί είναι στενοχωρημένη.)
Επαναλήψεις: -Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηράτε;
(Επαναλαμβάνεται η λέξη κυράδες για να προκαλέσει την προσοχή τους.)
Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
(Επαναλαμβάνεται η λέξη ψηλά.)
Μεταφορές: οι μαύροι οι Λαζαίοι
(Οι Λαζαίοι χαρακτηρίζονται μαύροι γιατί είναι δύσμοιροι και άτυχοι.)
Μας χάλασε ο Βελή πασάς (Ο Βελή πασάς κατέστρεψε την οικογένεια των Λαζαίων.)
να γράψω μια πικρή γραφή (Η Κώσταινα θέλει να γράψει κάτι στενάχωρο στον άντρα της.)
Προσωποποίηση:
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει
(Τα πουλάκια αποκτούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά: κάθονται, κοιτούν, μοιρολογούν και μιλάνε.)
η) Επίσης στο ποίημα υπάρχουν πολλές εικόνες:
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ οπίσω οι συννυφάδες,
κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί 'ς το χέρι,
(Εικόνα: Οι γυναίκες προχωρούν η μία μετά την άλλη. Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα, από πίσω οι συννυφάδες και πιο πίσω η γυναίκα του Κώστα κρατώντας το παιδί της.)
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια.
(Εικόνα: Βγαίνουν άλλες γυναίκες και τις κοιτούν από τα παράθυρα.)
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
"Γυναίκες, που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι;
-Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
-Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις, βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι.
-Άφες μ', αφέντη μ', άφες με, δυο λόγια να σου κρίνω,
να γράψω μια πικρή γραφή 'ς τον καπετάνιο Κώστα.
"Εσύ, Κώστα μ’, 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."
(Εικόνα οπτικοακουστική: Ο διάλογος μεταξύ των ατόμων κάνουν πιο παραστατική την αφήγηση και προωθείται η εξέλιξη της ιστορίας.)
θ) Σταθεροί εκφραστικοί τρόποι (μοτίβα). Στίχοι ή φράσεις που επαναλαμβάνονται σε πολλά δημοτικά τραγούδια
Τρία πουλάκια κάθουνταν
Το ‘να τηράει … και τ’ άλλο ….,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
B) Η γλώσσα του ποιήματος
Η γλώσσα του δημοτικού ποιήματος «Οι γυναίκες των Λαζαίων» είναι η δημοτική, δηλαδή η γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Στο λεξιλόγιο κυριαρχεί το ουσιαστικό και το ρήμα. Η πληθωρική χρήση του ρήματος και του ουσιαστικού χαρίζουν κίνηση, ζωντάνια και παραστατικότητα στον λόγο.
Παραδείγματα:
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τοις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,
'ς τον Τούρναβο τοις πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.
Επιπρόσθετα, σε αυτό το δημοτικό ποίημα υπάρχουν πολλές ιδιωματικές λέξεις, οι οποίες δείχνουν τον τόπο καταγωγής των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτό το δημοτικό ποίημα.
Παραδείγματα: τηράει, φλακώστε, είμεστε, άφες, Τούρναβο, πάησε, πεσκέσι, οπίσω, οπόρχουνται, κλέφτισσες, λογιάζετε
Γ. Τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας είναι ο Βελή πασάς και οι γυναίκες των Λαζαίων.
Ο Βέλη Πασάς ήταν δευτερότοκος γιος του Αλή Πασά, του Οθωμανού κυβερνήτη των Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Ήταν διοικητής της Πελοποννήσου και άλλων ελληνικών περιοχών. Η δράση του Βελή πασά συνδέεται με τις έντονες προσπάθειες του πατέρα του να επιβληθεί στον ελληνικό χώρο. Το 1803, ο πατέρας του τον έστειλε με στρατό για να πολεμήσει τους Σουλιώτες.
Οι γυναίκες των Λαζαίων ήταν γυναίκες κλεφτών. Δε φοβούνται τον Βελή πασά και τις απειλές του. Είναι γενναίες και μαχητικές. Δε διστάζουν να ορθώσουν το ανάστημά τους, να υψώσουν τη φωνή τους για να σώσουν την τιμή τους. Αν και η τύχη τους εκείνη την εποχή ήταν προβλέψιμη. Ή θα κατέληγαν σε τούρκικα χαρέμια (οι ομορφότερες) ή θα φυλακίζονταν στα μπουντρούμια. Κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το δημοτικό ποίημα προβάλλεται η γυναίκα- ηρωίδα της επανάστασης του 1821.
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
Τι είν’ το κακό που πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι;
Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τοις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,
'ς τον Τούρναβο τοις πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ οπίσω οι συννυφάδες,
κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί 'ς το χέρι,
σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα νεραντζιά κομμένη.
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια.
«Ποιαις είν’ αυταίς οπόρχουνται 'ς την Πόρτα, 'ς το Σαράϊ;
-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηράτε;
Εμείς είμεστε κλέφτισαις, γυναίκες των Λαζαίων.»
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
"Γυναίκες, που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι;
-Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
-Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις, βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι.
-Άφες μ', αφέντη μ', άφες με, δυο λόγια να σου κρίνω,
να γράψω μια πικρή γραφή 'ς τον καπετάνιο Κώστα.
"Εσύ, Κώστα μ’, 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."
Ιστορικό πλαίσιο
Το δημοτικό ποίημα «Οι γυναίκες των Λαζαίων» ανήκει στα ιστορικά δημοτικά τραγούδια. Το ποίημα αναφέρεται στην εποχή του 1807 που γίνεται η μεγάλη επανάσταση του Ολύμπου, με επικεφαλής τους Λαζαίους, τους 4 αρματωλούς του βουνού, τους γιους του Λάζου, τους Λαζαίους ή τα Λαζόπουλα – όπως είναι γνωστοί ο Τόλιας, ο Χρήστος, ο Νίκος και ο Κώστας. Η επανάσταση κατεστάλη. Οι τρεις πρώτοι παρέμειναν στην Ραψάνη και ο Κώστας κρατήθηκε όμηρος του Αλή-πασά στα Ιωάννινα. Το 1812, όταν ανέλαβε το πασαλίκι της Θεσσαλίας ο γιος του Αλή, Βελή-πασάς, κυνήγησε και σκότωσε τους Λαζαίους στην Ραψάνη και απήγαγε τις οικογένειές τους. Άρπαξε, τέλος, για το χαρέμι του την ομορφότερη, την γυναίκα του Κώστα. Κι ο Κώστας, αργότερα, σκοτώθηκε από τον Αλή-πασά. Λίγες είναι οι αναφορές των ιστορικών βιβλίων για τα γεγονότα αυτά. Μόνο οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού «Των Λαζαίων οι γυναίκες» μας περιγράφουν γλαφυρά αυτά τα γεγονότα.
Α. Χαρακτηριστικά δημοτικής ποίησης
Το δημοτικό ποίημα «Οι γυναίκες των Λαζαίων»:
α) Είναι γραμμένο σε μέτρο ιαμβικό, δηλαδή μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή (- -΄) και σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (το πρώτο είναι οκτασύλλαβο, το δεύτερο επτασύλλαβο ).
Π.χ: Ο στίχος Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
β) Δεν έχει ομοιοκαταληξία.
γ) Ο νόμος των τριών: Αναφέρονται τρία πράγματα-πρόσωπα- έννοιες από τα οποία συνήθως δίνεται έμφαση στο τρίτο.
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
( Τρία πουλάκια κάθονται στην πλαγιά του Ολύμπου. Το ένα κοιτάει τα Ιωάννινα και το άλλο την Κατερίνη. Η έμφαση δίνεται στο τρίτο πουλάκι το καλύτερο που μοιρολογάει και αναφέρει τις συμφορές των Λαζαίων)
-Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις, βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι.
(Ο Βελή πασάς διατάζει τρία πράγματα τα οποία κλιμακώνονται. Αρχικά ζητά να συλληφθούν οι γυναίκες των Λαζαίων, να φυλακιστούν στα μπουντρούμια και την ομορφότερη, τη γυναίκα του Κώστα, να την πάνε σε τούρκικο χαρέμι.)
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
(Ο Βελή πασάς αγναντεύει, στέκεται και ρωτάει.)
δ) Πολύ συχνά το δεύτερο ημιστίχιο αποτελεί επανάληψη και νοηματική αναδίπλωση του πρώτου:
-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηράτε;
ε) Ο κάθε στίχος εκφράζει κανονικά ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα, δηλαδή ο κάθε στίχος χαρακτηρίζεται και από συντακτική αυτοτέλεια και από νοηματική πληρότητα. Αυτή είναι η αρχή της ισομετρίας.
Π.χ: Εμείς είμεστε κλέφτισαις, γυναίκες των Λαζαίων.
(Οι γυναίκες των Λαζαίων τονίζουν ότι είναι γυναίκες κλεφτών κι επομένως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα.)
Γυναίκες, που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι;
(Ο Βελή πασάς τις ρωτάει πού βρίσκονται οι άντρες τους.)
"Εσύ, Κώστα μ’, 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."
(Ο Κώστας είναι ψηλά στον Όλυμπο και η γυναίκα του θα καταλήξει σε τούρκικο χαρέμι.)
στ) Παμψυχισμός: (Τα άψυχα συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες οντότητες)
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει
Το πουλάκι μοιρολογάει όπως μοιρολογούν οι άνθρωποι όταν συμβαίνει κάτι δυσάρεστο στη ζωή τους.
ζ) Σχήματα λόγου (παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, επαναλήψεις)
Παρομοίωση: σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα νεραντζιά κομμένη
(Η Κώσταινα παρομοιάζεται με μήλο και τριαντάφυλλο επειδή είναι όμορφη και γλυκιά. Επίσης παρομοιάζεται με νεραντζιά κομμένη, γιατί είναι στενοχωρημένη.)
Επαναλήψεις: -Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηράτε;
(Επαναλαμβάνεται η λέξη κυράδες για να προκαλέσει την προσοχή τους.)
Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
(Επαναλαμβάνεται η λέξη ψηλά.)
Μεταφορές: οι μαύροι οι Λαζαίοι
(Οι Λαζαίοι χαρακτηρίζονται μαύροι γιατί είναι δύσμοιροι και άτυχοι.)
Μας χάλασε ο Βελή πασάς (Ο Βελή πασάς κατέστρεψε την οικογένεια των Λαζαίων.)
να γράψω μια πικρή γραφή (Η Κώσταινα θέλει να γράψει κάτι στενάχωρο στον άντρα της.)
Προσωποποίηση:
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει
(Τα πουλάκια αποκτούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά: κάθονται, κοιτούν, μοιρολογούν και μιλάνε.)
η) Επίσης στο ποίημα υπάρχουν πολλές εικόνες:
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ οπίσω οι συννυφάδες,
κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί 'ς το χέρι,
(Εικόνα: Οι γυναίκες προχωρούν η μία μετά την άλλη. Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα, από πίσω οι συννυφάδες και πιο πίσω η γυναίκα του Κώστα κρατώντας το παιδί της.)
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια.
(Εικόνα: Βγαίνουν άλλες γυναίκες και τις κοιτούν από τα παράθυρα.)
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
"Γυναίκες, που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι;
-Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
-Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις, βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι.
-Άφες μ', αφέντη μ', άφες με, δυο λόγια να σου κρίνω,
να γράψω μια πικρή γραφή 'ς τον καπετάνιο Κώστα.
"Εσύ, Κώστα μ’, 'ς τον Έλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."
(Εικόνα οπτικοακουστική: Ο διάλογος μεταξύ των ατόμων κάνουν πιο παραστατική την αφήγηση και προωθείται η εξέλιξη της ιστορίας.)
θ) Σταθεροί εκφραστικοί τρόποι (μοτίβα). Στίχοι ή φράσεις που επαναλαμβάνονται σε πολλά δημοτικά τραγούδια
Τρία πουλάκια κάθουνταν
Το ‘να τηράει … και τ’ άλλο ….,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
B) Η γλώσσα του ποιήματος
Η γλώσσα του δημοτικού ποιήματος «Οι γυναίκες των Λαζαίων» είναι η δημοτική, δηλαδή η γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Στο λεξιλόγιο κυριαρχεί το ουσιαστικό και το ρήμα. Η πληθωρική χρήση του ρήματος και του ουσιαστικού χαρίζουν κίνηση, ζωντάνια και παραστατικότητα στον λόγο.
Παραδείγματα:
Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τοις ρωτάει.
Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τοις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,
'ς τον Τούρναβο τοις πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.
Επιπρόσθετα, σε αυτό το δημοτικό ποίημα υπάρχουν πολλές ιδιωματικές λέξεις, οι οποίες δείχνουν τον τόπο καταγωγής των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτό το δημοτικό ποίημα.
Παραδείγματα: τηράει, φλακώστε, είμεστε, άφες, Τούρναβο, πάησε, πεσκέσι, οπίσω, οπόρχουνται, κλέφτισσες, λογιάζετε
Γ. Τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας είναι ο Βελή πασάς και οι γυναίκες των Λαζαίων.
Ο Βέλη Πασάς ήταν δευτερότοκος γιος του Αλή Πασά, του Οθωμανού κυβερνήτη των Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Ήταν διοικητής της Πελοποννήσου και άλλων ελληνικών περιοχών. Η δράση του Βελή πασά συνδέεται με τις έντονες προσπάθειες του πατέρα του να επιβληθεί στον ελληνικό χώρο. Το 1803, ο πατέρας του τον έστειλε με στρατό για να πολεμήσει τους Σουλιώτες.
Οι γυναίκες των Λαζαίων ήταν γυναίκες κλεφτών. Δε φοβούνται τον Βελή πασά και τις απειλές του. Είναι γενναίες και μαχητικές. Δε διστάζουν να ορθώσουν το ανάστημά τους, να υψώσουν τη φωνή τους για να σώσουν την τιμή τους. Αν και η τύχη τους εκείνη την εποχή ήταν προβλέψιμη. Ή θα κατέληγαν σε τούρκικα χαρέμια (οι ομορφότερες) ή θα φυλακίζονταν στα μπουντρούμια. Κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το δημοτικό ποίημα προβάλλεται η γυναίκα- ηρωίδα της επανάστασης του 1821.
Της Δέσπως Μπότση
-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το δημοτικό ποίημα «Της Δέσπω Μπότση» ανήκει στην δημοτική ποίηση, δηλαδή έχει δημιουργηθεί από τον λαό. Ανήκει στα ιστορικά δημοτικά τραγούδια. Το ποίημα αναφέρεται στην εποχή του 1803 και συγκεκριμένα σε μια από τις παρασπονδίες του Αλή Πασά σε βάρος των Σουλιωτών. Κατά τη συμφωνία οι Σουλιώτες μπορούσαν να φύγουν ένοπλοι για όπου ήθελαν . 78 Σουλιώτες πήγαν στο χωριό Ρινιάσα (ανάμεσα στην Πρέβεζα και στην Πάργα). Ο Αλή Πασάς όμως έστειλε εκεί στρατό από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι έκαναν ξαφνική επιδρομή και άρχισαν να σφάζουν τους κατοίκους και τους πρόσφυγες. Η Δέσπω ήταν η γυναίκα του Γεωργάκη Μπότση. Μαζί με τις νύφες και τα εγγόνια της κλείστηκε στον πύργο του Δημουλά και αντιστάθηκε ηρωικά στους επιδρομείς. Έτσι στις 25 Δεκεμβρίου 1803 έχουμε τον πόλεμο της Δέσπως με τους Τούρκους.
Δέσπω Σέχου Μπότση
Η Δέσπω Σέχου Μπότση καταγόταν από σουλιώτικη οικογένεια των Σεχαίων και ήταν γυναίκα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γιωργάκη Μπότση. Ζούσαν στο χωριό Ρινάσια ανάμεσα στην Πάργα και την Πρέβεζα. Μετά τον θάνατο του άντρα της ανέλαβε την αρχηγία της οικογένειας. Το όνομα της έμεινε στην ιστορία μετά την ηρωική ανατίναξη του κάστρου της Ρινάσιας.
-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το δημοτικό ποίημα «Της Δέσπω Μπότση» ανήκει στην δημοτική ποίηση, δηλαδή έχει δημιουργηθεί από τον λαό. Ανήκει στα ιστορικά δημοτικά τραγούδια. Το ποίημα αναφέρεται στην εποχή του 1803 και συγκεκριμένα σε μια από τις παρασπονδίες του Αλή Πασά σε βάρος των Σουλιωτών. Κατά τη συμφωνία οι Σουλιώτες μπορούσαν να φύγουν ένοπλοι για όπου ήθελαν . 78 Σουλιώτες πήγαν στο χωριό Ρινιάσα (ανάμεσα στην Πρέβεζα και στην Πάργα). Ο Αλή Πασάς όμως έστειλε εκεί στρατό από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι έκαναν ξαφνική επιδρομή και άρχισαν να σφάζουν τους κατοίκους και τους πρόσφυγες. Η Δέσπω ήταν η γυναίκα του Γεωργάκη Μπότση. Μαζί με τις νύφες και τα εγγόνια της κλείστηκε στον πύργο του Δημουλά και αντιστάθηκε ηρωικά στους επιδρομείς. Έτσι στις 25 Δεκεμβρίου 1803 έχουμε τον πόλεμο της Δέσπως με τους Τούρκους.
Δέσπω Σέχου Μπότση
Η Δέσπω Σέχου Μπότση καταγόταν από σουλιώτικη οικογένεια των Σεχαίων και ήταν γυναίκα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γιωργάκη Μπότση. Ζούσαν στο χωριό Ρινάσια ανάμεσα στην Πάργα και την Πρέβεζα. Μετά τον θάνατο του άντρα της ανέλαβε την αρχηγία της οικογένειας. Το όνομα της έμεινε στην ιστορία μετά την ηρωική ανατίναξη του κάστρου της Ρινάσιας.
Θρήνος των Ηπειρωτών
Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμο ήλιος
και ‘ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ’ εβάλανε τα σύνορα ‘ς της Άρτας το ποτάμι
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι’ αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα
Το δημοτικό ποίημα «Θρήνος των Ηπειρωτών» αποτελεί ένα μοιρολόι στο οποίο οι Ηπειρώτες θρηνούν, γιατί οι Τούρκοι κατέλαβαν πολλά ηπειρώτικα χωριά. Ο πόνος της ψυχής τους εκφράζεται στους δύο πρώτους στίχους και συγκεκριμένα με τη χρήση αντίθετων λέξεων (ξαστεριά, ήλιος – μαύρο, παχύ σκοτάδι). Με αυτές τις λέξεις αποτυπώνεται η συμφορά που βίωσαν. Έπειτα η απαρίθμηση των χωριών (Γιάννενα-Πούντα-Άρτα-Μέτσοβο) που κατέλαβαν οι πολυάριθμοι Οθωμανοί (οχτώ βασίλεια ανθρώποι) δηλώνει το μέγεθος της θλίψης των Ηπειρωτών, που δεν κατάφεραν να υπερασπίσουν τα ιερά χώματα της πατρίδας τους.
Τέλος, το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και η λαϊκή έκφραση συνοδεύεται από ιδιωματικές λέξεις (εκάμαν, ανθρώποι, αφήκανε, εβάλανε).
Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμο ήλιος
και ‘ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ’ εβάλανε τα σύνορα ‘ς της Άρτας το ποτάμι
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι’ αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα
Το δημοτικό ποίημα «Θρήνος των Ηπειρωτών» αποτελεί ένα μοιρολόι στο οποίο οι Ηπειρώτες θρηνούν, γιατί οι Τούρκοι κατέλαβαν πολλά ηπειρώτικα χωριά. Ο πόνος της ψυχής τους εκφράζεται στους δύο πρώτους στίχους και συγκεκριμένα με τη χρήση αντίθετων λέξεων (ξαστεριά, ήλιος – μαύρο, παχύ σκοτάδι). Με αυτές τις λέξεις αποτυπώνεται η συμφορά που βίωσαν. Έπειτα η απαρίθμηση των χωριών (Γιάννενα-Πούντα-Άρτα-Μέτσοβο) που κατέλαβαν οι πολυάριθμοι Οθωμανοί (οχτώ βασίλεια ανθρώποι) δηλώνει το μέγεθος της θλίψης των Ηπειρωτών, που δεν κατάφεραν να υπερασπίσουν τα ιερά χώματα της πατρίδας τους.
Τέλος, το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και η λαϊκή έκφραση συνοδεύεται από ιδιωματικές λέξεις (εκάμαν, ανθρώποι, αφήκανε, εβάλανε).
Αφήνω γεια στις όμορφες
Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες
και γω θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη στα σαράγια.
Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε την Βλάχα.
Εγώ είμαι η Βλάχα η όμορφη, η Βλάχα η παινεμένη,
πωχω τα χίλια πρόβατα τα πεντακόσια γίδια,
στο ‘να βουνό είν’ τα πρόβατα, στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυό βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν.
Οι έξι αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα
και στον αφρό του γάλακτος τρία κορίτσια πλένουν.
Η μία πλένει τους άρρωστους, η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη τους αρρεβωνιασμένους.
Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε τη Βλάχα.
Περιεχόμενο ποιήματος
Το δημοτικό ποίημα «Αφήνω γεια στις όμορφες» παρουσιάζει τη ζωή των Βλάχων και των γυναικών τους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ήταν εργατικοί και νοικοκύρηδες. Παινεύει ακόμα την ομορφιά των γυναικών των Βλάχων (Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες - Εγώ είμαι η Βλάχα η όμορφη ), την οποία ζηλεύουν ακόμα και οι Οθωμανοί, γι’ αυτό και οι Βλάχες καταλήγουν στα τούρκικα χαρέμια (θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη στα σαράγια). Επαναλαμβάνεται η φράση «Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε την Βλάχα», γιατί κατά τη γνώμη μου η Βλάχα είναι περήφανη και αποδέχεται τη μοίρα της. Δε θέλει να δείξει στον εχθρό ότι φοβάται αλλά ότι είναι θαρραλέα.
Χαρακτηριστικά δημοτικής ποίησης
Σε αυτό το ποίημα συναντούμε χαρακτηριστικά στοιχεία των δημοτικών τραγουδιών, όπως ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, τα πολλαπλάσια του 3, ο οποίος θεωρούνταν μαγικός αριθμός (έξι τρία, δώδεκα), ο νόμος των τριών, όπου παρουσιάζονται οι εργασίες τριών κοριτσιών, από τα οποία η τρίτη εκτελεί την πιο σημαντική εργασία:
(Η μία πλένει τους άρρωστους, η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη τους αρρεβωνιασμένους).
Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες
και γω θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη στα σαράγια.
Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε την Βλάχα.
Εγώ είμαι η Βλάχα η όμορφη, η Βλάχα η παινεμένη,
πωχω τα χίλια πρόβατα τα πεντακόσια γίδια,
στο ‘να βουνό είν’ τα πρόβατα, στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυό βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν.
Οι έξι αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα
και στον αφρό του γάλακτος τρία κορίτσια πλένουν.
Η μία πλένει τους άρρωστους, η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη τους αρρεβωνιασμένους.
Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε τη Βλάχα.
Περιεχόμενο ποιήματος
Το δημοτικό ποίημα «Αφήνω γεια στις όμορφες» παρουσιάζει τη ζωή των Βλάχων και των γυναικών τους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ήταν εργατικοί και νοικοκύρηδες. Παινεύει ακόμα την ομορφιά των γυναικών των Βλάχων (Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες - Εγώ είμαι η Βλάχα η όμορφη ), την οποία ζηλεύουν ακόμα και οι Οθωμανοί, γι’ αυτό και οι Βλάχες καταλήγουν στα τούρκικα χαρέμια (θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη στα σαράγια). Επαναλαμβάνεται η φράση «Γεια σου χαρά σου μπέη μου! Καλώς τηνε την Βλάχα», γιατί κατά τη γνώμη μου η Βλάχα είναι περήφανη και αποδέχεται τη μοίρα της. Δε θέλει να δείξει στον εχθρό ότι φοβάται αλλά ότι είναι θαρραλέα.
Χαρακτηριστικά δημοτικής ποίησης
Σε αυτό το ποίημα συναντούμε χαρακτηριστικά στοιχεία των δημοτικών τραγουδιών, όπως ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, τα πολλαπλάσια του 3, ο οποίος θεωρούνταν μαγικός αριθμός (έξι τρία, δώδεκα), ο νόμος των τριών, όπου παρουσιάζονται οι εργασίες τριών κοριτσιών, από τα οποία η τρίτη εκτελεί την πιο σημαντική εργασία:
(Η μία πλένει τους άρρωστους, η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη τους αρρεβωνιασμένους).
Των Κολοκοτρωναίων 1806
Λάμπουν τα χιόνια 'ς τα βουνά κι' ο ήλιος 'ς τα λαγκάδια
λάμπουν και ταλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τασήμια τα πολλά, τοις ασημένιαις πάλαις,
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά, τοις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
καβάλλα πάν 'ς την εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,
καβάλλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρήχνουν 'ς την Παναγιά, φλωριά ρήχνουν 'ς τους άγιους,
και 'ς τον αφέντη το Χριστό τοις ασημένιαις πάλαις.
"Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια."
Κι' ό Θοδωράκης μίλησε, κι’ ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαραίς που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα 'ς τον ύπνο μου, 'ς την υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', 'ς τον τόπο σου, Νικήτα, 'ς το Λοντάρι,
εγώ παου 'ς την Καρύταινα, πάου 'ς τους εδικούς μου,
ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τοις παραγγολαίς μου,
τι θα περάσω θάλασσα, 'ς τη Ζάκυνθο θα πάω."
Περιεχόμενο ποιήματος
Το ποίημα μιλάει για τον κατατρεγμό των κλεφτών της Πελοποννήσου τον Ιανουάριο του 1806 από τους Τούρκους, οι οποίοι αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς μαζί τους.
Μεγαλύτερος όλων και πιο ενοχλητικός, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Εκείνος είναι που κάλεσε 150 άνδρες και τους πρότεινε να καταφύγουν στην Ζάκυνθο. Εκείνοι αρνήθηκαν , τότε τους συμβούλευσε να σχηματίσουν πέντε ή έξι ομάδες, να χωριστούν και να κρυφτούν μέχρι να λιώσουν τα χιόνια τον Μάρτιο. Δεν τον άκουσαν, συνελήφθησαν. Η οριστική εξολόθρευση των κλεφτών ήταν θέμα χρόνου. Ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει στην Ζάκυνθο. Η φήμη του όμως, παρέμεινε στην Πελοπόννησο.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ( 3 Απριλίου 1770- 4 Φεβρουαρίου 1843)
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας και καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας. Σε ηλικία 15 ετών έγινε πολεμιστής εναντίον των Τούρκων. Η πολεμική του δράση και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη την Πελοπόννησο. Το 1806 διαφεύγει στην Ζάκυνθο μετά από διάταγμα δίωξης του. Από το 1810 υπηρετεί στο ελληνικό σώμα του αγγλικού στρατού και φτάνει στον βαθμό του ταγματάρχη. Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1818 και τον Ιανουάριο του 1821 επιστρέφει στην Μάνη και προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα και του έδωσαν το προσωνύμιο « Γέρος του Μοριά». Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 έφυγε από την ζωή, ο πολέμαρχος της Επανάστασης του 1821, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο στο σπίτι του σε ηλικία 73 ετών.
Λάμπουν τα χιόνια 'ς τα βουνά κι' ο ήλιος 'ς τα λαγκάδια
λάμπουν και ταλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τασήμια τα πολλά, τοις ασημένιαις πάλαις,
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά, τοις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
καβάλλα πάν 'ς την εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,
καβάλλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρήχνουν 'ς την Παναγιά, φλωριά ρήχνουν 'ς τους άγιους,
και 'ς τον αφέντη το Χριστό τοις ασημένιαις πάλαις.
"Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια."
Κι' ό Θοδωράκης μίλησε, κι’ ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαραίς που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα 'ς τον ύπνο μου, 'ς την υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', 'ς τον τόπο σου, Νικήτα, 'ς το Λοντάρι,
εγώ παου 'ς την Καρύταινα, πάου 'ς τους εδικούς μου,
ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τοις παραγγολαίς μου,
τι θα περάσω θάλασσα, 'ς τη Ζάκυνθο θα πάω."
Περιεχόμενο ποιήματος
Το ποίημα μιλάει για τον κατατρεγμό των κλεφτών της Πελοποννήσου τον Ιανουάριο του 1806 από τους Τούρκους, οι οποίοι αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς μαζί τους.
Μεγαλύτερος όλων και πιο ενοχλητικός, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Εκείνος είναι που κάλεσε 150 άνδρες και τους πρότεινε να καταφύγουν στην Ζάκυνθο. Εκείνοι αρνήθηκαν , τότε τους συμβούλευσε να σχηματίσουν πέντε ή έξι ομάδες, να χωριστούν και να κρυφτούν μέχρι να λιώσουν τα χιόνια τον Μάρτιο. Δεν τον άκουσαν, συνελήφθησαν. Η οριστική εξολόθρευση των κλεφτών ήταν θέμα χρόνου. Ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει στην Ζάκυνθο. Η φήμη του όμως, παρέμεινε στην Πελοπόννησο.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ( 3 Απριλίου 1770- 4 Φεβρουαρίου 1843)
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας και καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας. Σε ηλικία 15 ετών έγινε πολεμιστής εναντίον των Τούρκων. Η πολεμική του δράση και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη την Πελοπόννησο. Το 1806 διαφεύγει στην Ζάκυνθο μετά από διάταγμα δίωξης του. Από το 1810 υπηρετεί στο ελληνικό σώμα του αγγλικού στρατού και φτάνει στον βαθμό του ταγματάρχη. Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1818 και τον Ιανουάριο του 1821 επιστρέφει στην Μάνη και προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα και του έδωσαν το προσωνύμιο « Γέρος του Μοριά». Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 έφυγε από την ζωή, ο πολέμαρχος της Επανάστασης του 1821, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο στο σπίτι του σε ηλικία 73 ετών.